Με θυμάμαι μικρό κορίτσι, κάθε φορά που την επισκεπτόμουν, που μου άνοιγε το σπίτι της, να ξεχειλίζει ένας ανεξήγητος τότε ενθουσιασμός από μέσα μου.
Γράφει η Μαρίνα Αβραάμ
Την θαύμαζα και συχνά, όταν την φέρνω στο μυαλό μου αισθάνομαι τα ίδια, θετικά, δυνατά αυτά συναισθήματα τα οποία με τον καιρό κατάλαβα καλύτερα το νόημα τους.
Μια γυναίκα, η οποία την έβλεπα με πόση δυσκολία κινούταν, ήταν όμως γεμάτη ζωή μέσα κι έξω της. Σαν να μην υπήρχε το πρόβλημα υγείας το οποίο τόσο περήφανα και με τόλμη αντιμετώπιζε. Σαν να μην υπήρχε εκεί, μπροστά μας να την φθείρει μέρα με τη μέρα και αυτή άξια μαχήτρια να το προκαλεί, να βγαίνει νικήτρια γιατί δεν είχε σκοπό να τα βάλει κάτω. Αντιθέτως, ήθελα να ζήσει το κάθε λεπτό, ν αρπάξει την κάθε ευκαιρία, να δώσει και δεχτεί απλόχερα την αγάπη των ανθρώπων γύρω της. Όπως και από μένα, που ουσιαστηκά, ήμουν μια ξένη. Κι αυτές οι πράξεις, ήταν καθημερινά οι δικές της νίκες απέναντι στην αρρώστια.
Αυτή η γυναίκα ήταν μητέρα και τα παιδιά της την λάτρευαν. Διέκρινες στα μάτια τους το δέος, τον ενθουσιασμό, τον θαυμασμό, την ανιδιοτελή αγάπη. Και πάντα ένιωθα αυτή τη σκέψη να κόβει βόλτες στο τότε ενός μικρού κοριτσιού μυαλουδάκι: Μα πώς τα καταφέρνει να είναι τόσο δυνατή, να είναι τόσο σπουδαία, να είναι ένα υπέροχο πλάσμα, παράδειγμα για εμάς και ταυτόχρονα, μια ξεχωριστή μάνα, μια γυναίκα που χαράζει κάτι έντονο μέσα μας.
Δεν την ξέχασα ποτέ και την θυμάμαι πάντα με αγάπη. Η αρρώστια την καθήλωσε και «έφυγε». Περήφανα. Υπάρχει όμως ακόμα μέσα μας, στις καρδιές όλων των ανθρώπων που πήραν κάτι από τη λάμψη της, από το χαρακτήρα, την σπουδαία προσωπικότητα της. Γιατί ήταν μια σπουδαία γυναίκα που κατάφερε να δώσει νόημα στην κάθε στιγμή της.