Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα είναι η πλέον συχνή κακοήθεια του Ενδοκρινικού συστήματος.
Του Δρος Μιχάλη Σ. Παπαγεωργίου, MD PhD
Γενικός Χειρουργός – Χειρουργός Ενδοκρινών Αδένων
Ιδρυτικό Μέλος του Τμήματος Ενδοκρινών Αδένων του American Medical Center
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα είναι η πλέον συχνή κακοήθεια του Ενδοκρινικού συστήματος. Αποτελεί μια συχνή πάθηση ανάμεσα στους ασθενείς που χειρουργούνται για τον οποιοδήποτε λόγο στον θυρεοειδή αδένα, με ένα ποσοστό εμφάνισης σε αυτούς τους ασθενείς που κυμαίνεται σε διάφορες μελέτες από 8-30%.
Τα αίτια είναι εν πολλοίς άγνωστα, αν και είναι γνωστό ότι η ιονίζουσα ακτινοβολία του αδένα είναι καρκινογόνος. Ενοχοποιούνται διατροφικές συνήθειες, τρόπος ζωής, διάφορα άλλα χημικά, ενώ ένα ποσοστό είναι γενετικά καθοριζόμενο (κληρονομικές μορφές).
Ο καρκίνος εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή όζου, ο οποίος μπορεί να είναι ταχέως αυξανόμενος σε μέγεθος, που μπορεί να προκαλεί δυσκαταποσία ή και δύσπνοια και βράγχος φωνής. Πολλές φορές συνυπάρχει και με λεμφαδενικές διογκώσεις στην περιοχή του τραχήλου. Τέλος, πολλές φορές μπορεί να είναι και εντελώς ασυμπτωματικός και να διαγνωσθεί τυχαία είτε προεγχειρητικά, είτε μετά από αφαίρεση του αδένα για καλοήθη νόσο.
Ιστολογικά υπάρχουν 4 κύριες μορφές της νόσου, από τις οποίες η κάθε μια έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και διαφορετική εξέλιξη και πρόγνωση. Η συνηθέστερη (≈80%) είναι το θηλώδες (Papillary) καρκίνωμα με κυριότερα χαρακτηριστικά την πολυεστιακότητα, την πρώιμη λεμφαδενική διασπορά και την εξαιρετική ανταπόκριση στη θεραπευτική χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου μετά τη θυρεοειδεκτομή. Άλλες, σπανιότερες αλλά θεωρητικά πιο επιθετικές μορφές είναι το θυλακιώδες καρκίνωμα (≈15%), το μυελοειδές καρκίνωμα (≈3%) και το αναπλαστικό καρκίνωμα (<1%).
Η ενδεδειγμένη θεραπευτική αντιμετώπιση είναι η ολική θυρεοειδεκτομή από έμπειρο και εξειδικευμένο χειρουργό Ενδοκρινών Αδένων, με ή χωρίς λεμφαδενικό καθαρισμό του τραχήλου. Η απόφαση για τη διενέργεια του χειρουργείου αλλά και για την έκταση αυτού θα πρέπει να λαμβάνεται από κοινού από τον Χειρουργό και τον Ενδοκρινολόγο στα πλαίσια Συμβουλίου. Ακολουθεί πιθανή χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου ανάλογα και με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η νόσος.
Τα ποσοστά πλήρους ίασης είναι εξαιρετικά και αγγίζουν γενικά το 96% ενώ σε συγκεκριμένες υποομάδες το ποσοστό αυτό φτάνει μέχρι 100%.